Καθόμουν στο Παγοποιείο και έπινα το κρασί μου μαζί με αγαπημένους φίλους. Τα τραπεζάκια γύρω μου ήταν γεμάτα από κόσμο που γελούσε και συζητούσε φωναχτά. Ήχοι από τσουγκρίσματα ακούγονταν και εγώ είχα μείνει ακίνητη στην καρέκλα μου παρατηρώντας τον χώρο λες και προσπαθούσε κάτι να μου πει…κάτι να μου φανερώσει…κάτι που κρατούσε μέσα του και που κανείς γύρω μου δεν το γνώριζε. Ίσως το μυστικό του να το ήξερε μια παρέα λίγο μεγαλύτερη σε ηλικία που καθόταν λίγο πιο πέρα και που μιλούσε πιο σιγά, πιο χαμηλόφωνα από εμάς…λες και ήξερε τι είχε συμβεί και δεν ήθελε να ξυπνήσει τις ξεχασμένες μνήμες…Η ιστορία που έκρυβε το Παγοποιείο θα μου φανερώνονταν, με ένα τρόπο μαγικό, εκείνο το βράδυ.
Προχώρησα στο εσωτερικό του μαγαζιού και άρχισα να το παρατηρώ. Μια μεγάλη επιγραφή στον αριστερό τοίχο γραμμένη στα γερμανικά, βαριές ξύλινες πόρτες που οδηγούσαν από τον ένα χώρο στον άλλο και ένα παλιό ασανσέρ πίσω από μια γυάλινη βιτρίνα άρχισαν να μαρτυρούν ότι αυτός ο χώρος δεν φτιάχτηκε από την αρχή για να γίνει το σημερινό καφέ-μπαρ «Παγοποιείο».Όλα αυτά πρόδιδαν ότι κάτι άλλο υπήρχε εκεί πριν…κάτι που ίσως οι γονείς μας ή οι παππούδες μας να θυμούνται καλύτερα και να μπορούν να μας διηγηθούν.
Προχώρησα στο εσωτερικό του μαγαζιού και άρχισα να το παρατηρώ. Μια μεγάλη επιγραφή στον αριστερό τοίχο γραμμένη στα γερμανικά, βαριές ξύλινες πόρτες που οδηγούσαν από τον ένα χώρο στον άλλο και ένα παλιό ασανσέρ πίσω από μια γυάλινη βιτρίνα άρχισαν να μαρτυρούν ότι αυτός ο χώρος δεν φτιάχτηκε από την αρχή για να γίνει το σημερινό καφέ-μπαρ «Παγοποιείο».Όλα αυτά πρόδιδαν ότι κάτι άλλο υπήρχε εκεί πριν…κάτι που ίσως οι γονείς μας ή οι παππούδες μας να θυμούνται καλύτερα και να μπορούν να μας διηγηθούν.
Πλησίασα το παλιό ασανσέρ που το γυάλινο τζάμι που το προστάτευε το έκανε να μοιάζει εγκλωβισμένο στην ίδια του την ιστορία. Μερικά κινέζικα φαναράκια είχαν τοποθετηθεί πάνω του για να το διακοσμήσουν, για να το φέρουν λίγο πιο κοντά στο σήμερα χωρίς όμως να καταφέρνουν να του πάρουν λέξη για το παρελθόν του το οποίο έμοιαζε να το κρύβει καλά κάπου από κάτω του. Προσπάθησα να κοιτάξω κάτω από το παλιό και βαρύ ασανσέρ προσπαθώντας να καταλάβω από πού έρχονταν, που κατέληγε και ποιο ακριβώς ήταν το φορτίο που μετέφερε. Το μάτι μου δεν μπορούσε να φτάσει πολύ μακριά γιατί το μόνο που μπορούσε να δει ήταν ένα κομμάτι παλιωμένος και φθαρμένος τοίχος που κρυβόταν και φανερώνονταν μονάχα όταν λίγο φως απ’ έξω ξέφευγε και τρύπωνε για λίγο στο υπόγειο του μαγαζιού. Τι να κρυβόταν άραγε εκεί από κάτω;
Τίποτα δεν μπορούσε να με προϊδεάσει ότι εκείνο το βράδυ θα ξετυλίγονταν με ένα τρόπο «εξωπραγματικό» μια ιστορία του παρελθόντος, μια ιστορία του Ηρακλείου η οποία είχε ξεχαστεί και που οι περισσότεροι από τους επισκέπτες του Παγοποιείου ίσως να μην την γνωρίζουν καθόλου. Το ασανσέρ αυτό στάθηκε η αφορμή για να ξεκινήσει ένα ταξίδι στο χρόνο…που θα έβγαζε στην επιφάνεια την αρχή και το …περίεργο τέλος ενός σημαντικού κομματιού της πόλης του Ηρακλείου του περασμένου αιώνα…το «Παγοποιείο Μιστίλογλου».
Όλα ξεκίνησαν λίγο πριν τη Μικρασιατική καταστροφή όταν ο Γιώργος Μιστίλογλου φεύγει από την Κωνσταντινούπολη μαζί με τα εννέα παιδιά του και φτάνει στο Ηράκλειο για να ξεκινήσει μια νέα αρχή. Η εξυπνάδα του σε συνδυασμό με την μεγάλη όρεξη του για εμπλοκή στο βιομηχανικό τομέα της πόλης του Ηρακλείου, που εκείνη την εποχή βρισκόταν ακόμα σε αρχικό στάδιο, τον οδηγούν στην δημιουργία εργοστασίου για την παραγωγή χαλβάδων. Παράλληλα όμως ο Γεώργιος Μιστίλογλου ετοιμάζει και την κύρια ιδέα του που δεν ήταν άλλη από την δημιουργία του πρώτου εργοστάσιου παραγωγής πάγου για την πόλη του Ηρακλείου. Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 το πρώτο παγοποιείο στο Ηράκλειο έχει ολοκληρωθεί και αρχίζει άμεσα να γίνεται γνωστό σε όλο το νησί.
Την επιχείρηση την χειρίζονται ο Γεώργιος Μιστίλογλου με την βοήθεια των τεσσάρων μεγαλύτερων παιδιών του, του Αριστομένη, του Αλβέρτου, του Χρήστου και του Διογένη. Από την πρώτη στιγμή το εργοστάσιο γίνεται απαραίτητο για το Ηράκλειο. Εξυπηρετεί όλα τα μαγαζιά του Ηρακλείου που χρειάζονταν πάγο όπως τα ψαράδικα, τα χασάπικα και τις αποθήκες τροφίμων αλλά και όλους τους απλούς πολίτες που κατέφθαναν στο παγοποιείο με κάθε είδους μεταφορικό μέσο για να προμηθευτούν πάγο για τα ψυγεία τους που μέχρι τότε λειτουργούσαν μόνο με πάγο και όχι με ηλεκτρικό ρεύμα. Το παγοποιείο αντέχει ακόμα και τα δύσκολα χρόνια του εμφυλίου όπου οι Γερμανοί το χρησιμοποιούν για τη φύλαξη τροφίμων τους στα μεγάλα ψυγεία που διέθετε. Επιπλέον όλος ο Ελληνικός στρατός του νησιού αλλά και η Αμερικάνικη Βάση στις Γούρνες προμηθεύονταν πάγο από την οικογένεια Μιστίλογλου.
Η μέρα στο παγοποιείο ξεκινούσε από πολύ νωρίς αφού το Ηράκλειο έπρεπε να προμηθευτεί τον πάγο πριν βγει ο ήλιος και ξεκινήσει η ζέστη που θα τον αλλοίωνε. Ουρές έξω από το παγοποιείο περίμεναν το βαρύ ασανσέρ να ανεβάσει σιγά- σιγά τον πάγο από το υπόγειο, όπου λειτουργούσε το παγοποιείο και να τον φορτώσουν για να τον πάρουν στα σπίτια τους ή στα καταστήματα τους. Στο υπόγειο τα πάντα δούλευαν στην εντέλεια. Οι μεγάλες μηχανές που έφτιαχναν τον πάγο δεν σταματούσαν λεπτό να λειτουργούν. Αφού αντλούσαν το νερό από το πηγάδι έπειτα το διοχέτευαν σε μια παγολεκάνη με αρκετό αλάτι για να αποφύγουν την πρόωρη ψύξη του. Στη συνέχεια το περνούσαν σε ειδικά καλούπια έξω από τα οποία διακλαδιζόταν ο αγωγός που διοχέτευε την αεριούχο αμμωνία για την τελική ψύξη. Στο τέλος όταν πλέον οι πάγοι ήταν έτοιμοι τους τοποθετούσαν τον έναν πάνω στον άλλο και με την τοποθέτηση ξύλινων πήχεων απέφευγαν την συγκόλληση των πάγων μεταξύ τους. Οι πιο παλιοί κάτοικοι του Ηρακλείου λένε ότι οι δεξαμενές του νερού κάτω από το παγοποιείο ήταν πολύ μεγάλες και ότι το νερό έφτανε μέχρι τα νεώρια και απελευθερωνόταν από μικρές εξόδους εκεί. Το προσωπικό που αποτελούνταν από περίπου δεκαπέντε άτομα εργαζόταν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και κάτω από άριστες συναδελφικές συνθήκες. Το παγοποιείο αποτελούσε πλέον μια ολοκληρωμένη βιομηχανική μονάδα για την πόλη του Ηρακλείου.
Μέσα στη δεκαετία του ’50 ο Γεώργιος Μιστίλογλου βλέπει τα όνειρα του να γίνονται πραγματικότητα και απολαμβάνει την κάθε μέρα στο εργοστάσιο του. Το κλίμα στο εργοστάσιο μεταξύ αφεντικών και υπαλλήλων βελτιώνεται συνεχώς που μέχρι και κουμπαριές μεταξύ τους ενδυναμώνουν ακόμα περισσότερο τις καλές τους σχέσεις. Στο τέλος του ’50 ξεκινάει η χρήση των ηλεκτρικών ψυγείων. Ο κόσμος αρχίζει να αγοράζει ηλεκτρικά ψυγεία και έτσι η ζήτηση του πάγου αρχίζει να μειώνεται. Ακόμη όμως και με τον ερχομό των ηλεκτρικών ψυγείων το παγοποιείο συνεχίζει την σημαντική του πορεία. Με το πέρασμα των χρόνων όμως η ζήτηση αρχίζει κάποια στιγμή και ελαττώνεται και το παγοποιείο αρχίζει να παίρνει μια καθοδική πορεία…μια πορεία που τελικά ποτέ ξανά δεν θα γυρνούσε στην αφετηρία της.
Γύρω στα μέσα του ’60 φτάνει στο Ηράκλειο ένας Κωνσταντινοπολίτης από τη Συρία, ο Ιωάννης Αντύπας, και ζητάει να γνωρίσει την οικογένεια Μιστίλογλου. Ο Ιωάννης Αντύπας, ψυκτικός, ίσως να έφτασε στο Ηράκλειο για να φτιάξει το δικό του παγοποιείο ψάχνοντας να βρει το μυστικό της επιτυχίας το Γ. Μιστίλογλου. Καταλήγει όμως να αποκτάει την κυριότητα του εργοστασίου πληρώνοντας ένα σημαντικό ενοίκιο για εκείνη την εποχή. Έτσι λοιπόν, η ευθύνη του εργοστασίου περνάει στα χέρια του Ιωάννη Αντύπα ενώ τα αδέλφια Μιστίλογλου συνεχίζουν τις ζωές τους με μικρότερες επιχειρήσεις που είχαν δημιουργήσει όλα αυτά τα χρόνια. Ο Γεώργιος Μιστίλογλου ανακουφίζεται αφού ήταν πλέον μεγάλος σε ηλικία και το εργοστάσιο είχε αρχίζει να τον κουράζει. Η κατάσταση όμως ακόμα και μετά τον ερχομό του Αντύπα δεν αλλάζει και πολύ. Η δουλεία ελαττώνεται ακόμα περισσότερο και τα πράγματα δείχνουν να χειροτερεύουν. Πλέον κάθε νοικοκυριό έχει το δικό του ψυγείο και ο πάγος δεν είναι πια τόσο απαραίτητος. Δεν φτάνει όμως μόνο αυτό. Δύο νέα παγοποιεία αρχίζουν να λειτουργούν στο Ηράκλειο, του Λιανά στον Πόρο και το Κρατικό στο Λιμάνι. Από τα μέσα του 1960 το παγοποιείο ξεκινάει την αντίστροφη μέτρηση. Ο ανταγωνισμός είναι πλέον πολύ μεγάλος και ο Ιωάννης Αντύπας πασχίζει να κρατήσει την επιχείρηση «ζωντανή». Οι πελάτες συνεχώς και ελαττώνονται και το κλίμα στο εργοστάσιο αλλά και στην οικογένεια αρχίζει να φορτίζεται.
Ο Αντύπας αρχίζει να ανησυχεί πάρα πολύ. Πρέπει συνεχώς να πληρώνει λεφτά από την τσέπη του για να καλύπτει τα προβλήματα του εργοστασίου. Αρχίζει και αναρωτιέται εάν έπραξε σωστά με την κίνηση αυτή που έκανε ή εάν δεν έπρεπε καθόλου να έρθει στο Ηράκλειο και να αναμιχθεί με το παγοποιείο. Οι εργάτες του παγοποιείου αγανακτούν. Οι συνθήκες εργασίας δεν θυμίζουν σε τίποτα τον παλιό καιρό και η δουλειά μετά βίας παράγεται. Ο Αντύπας αρχίζει να χάνει τον έλεγχο. Χιλιάδες σκέψεις περνάνε από το μυαλό του τα βράδια όταν το εργοστάσιο αδειάζει. Γίνεται όλο και πιο σκεπτικός και ανήσυχος και κανένας δεν θα μπορούσε να φανταστεί τι ήταν αυτό που είχε τελικά στο μυαλό του…ίσως ούτε και ο ίδιος…
Οι υπάλληλοι του εργοστασίου τον θυμούνται τα τελευταία βράδια πριν το μοιραίο τέλος του παγοποιείου όπως δεν τον είχαν ξαναδεί ποτέ. Εκείνο το τελευταίο βράδυ της 23η Νοεμβρίου 1969 ο Αντύπας έμοιαζε πιο σκεπτικός από ποτέ. Είχε μια περίεργη ηρεμία λες και όλη μέρα γυρόφερνε κάτι στο μυαλό του. Οι υπάλληλοι τον παρατηρούσαν χωρίς να τον ρωτήσουν τίποτα. Κάποια στιγμή εκείνος τους ζήτησε να φύγουν…να φύγουν πιο νωρίς από ότι θα έπρεπε ισχυριζόμενος ότι δεν ήταν καλά και ότι θα έπρεπε να κλείσουν το εργοστάσιο. Εκείνος παρέμεινε εκεί…ακουμπισμένος στα μηχανήματα…Κανείς δεν ήταν εκεί για να μπορέσει να μαρτυρήσει τι ακριβώς συνέβη εκείνο το βράδυ στο υπόγειο του εργοστασίου. Τα αποκόμματα των εφημερίδων των επόμενων ημερών περιγράφουν ακριβώς το θέαμα που αντίκρισαν οι κάτοικοι της περιοχής του Αγίου Τίτου το επόμενο ακριβώς πρωί και το θέαμα που έκρυβε το παγοποιείο μετά από εκείνο το τελευταίο βράδυ.
«Έναν σοβαρώτατο αλλά και πρωτότυπο κίνδυνο, αντιμετώπισε χθες το πρωί το κέντρο της πόλεως, και συγκεκριμένως η πέριξ του Αγίου Τίτου περιοχή, ο οποίος εν τούτοις απεσοβήθη χάρις εις την έγκαιρο και αποτελεσματική επέμβαση της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και του Τμήματος Τροχαίας.
Εστία του κινδύνου, το εργοστάσιο παγοποιϊας ιδιοκτησίας του κ. Αριστομένη Μιστίλογλου το οποίον από του παρελθόντος Ιουλίου είχε ενοικιασθή υπό του Ιωάννου Αντύπα, τουρκικής ως λέγεται υπηκοότητος, και πρώην κατοίκου Αλεξανδρέττας.
Αυτόν τούτον δε τον κίνδυνον συνιστά η διαρροή αεριώδους αμμωνίας η οποία εις την κατάστασιν του αερίου είναι λίαν δηλητηριώδης και άκρως επικίνδυνος ως εκπληκτικόν μίγμα εάν εις ποσοστόν 15-25% έχει αναμιχθή με τον ατμοσφαιρικό αέρα.
Ο κίνδυνος επομένως ήτο διπλός. Και φόβος μιας τρομακτικής εκρήξεως υπήρχε, και το ενδεχόμενον ομαδικής δηλητηριάσεως των εντελώς ανυπόπτων περιοίκων, οι οποίοι ησθάνοντο την έντονον οσμήν του αερίου χωρίς να γνωρίζουν ούτε από πού προήρχετο ούτε τους κινδύνους δια την ζωήν των.
Καθώς πληροφορούμεθα, το απόγευμα της Κυριακής ο ενοικιαστής του εργοστασίου ο οποίος από τίνος απουσίαζε εις Αθήνας, ενεφανίσθει εις το εργοστάσιον το οποίον εξεμεταλλεύετο και είπε εις τους εργαζομένους εκείνη την ώραν ότι μπορούν να σχολάσουν. Όταν έφυγε το προσωπικόν ο Αντύπας μόνος πλέον κατέστρεψε – άγνωστον δια ποίους λόγους – μέρος των μηχανημάτων του εργοστασίου ήνοιξε τις στρόφιγγες της αεριούχου αμμωνίας, έκλεισε και εξηφανίσθει. Λέγεται επίσης ότι ανεχώρησε δι’ Αθήνας και εκείθεν εις Βηρρυτόν ή εις το Περού. Ως λόγοι της αιφνιδιαστικής αυτής εξαφανίσεως του φέρονται προς το παρόν χωρίς αυτό να έχει επισήμως βεβαιωθή – διεξάγονται ήδη ανακρίσεις – τα χρέη προς το προσωπικόν, προς την ΔΕΗ και εις διαφόρους ιδιώτας.
Πρέπει να σημειωθεί επίσης, ότι εις τους ψυκτικούς χώρους του εργοστασίου διετηρούντο μεγάλαι ποσότητες κρέατος και τυρού διαφόρων επιχειρηματιών της πόλεως βάρος περίπου πέντε τόννων.
Η έγκαιρος επέμβασις της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας βοηθούμενης και υπό του τμήματος Τροχαίας απεσόβησε όλους τους κινδύνους αφού δι’ όλης της δυνάμεως της ηγωνίσθη επί δίωρων και πλέον.
Δι’ όλων των οχημάτων της επέτυχε ζεύξιν από θαλάσσης μέχρι του εργοστασίου και δια καταιονισμόν ύδατος κατόρθωσε να διαλύσει το αέριον της αμμωνίας, να καθαρίσει την ατμόσφαιραν τόσον εις το εσωτερικόν του εργοστασίου, όσο και του πέριξ αυτού χώρου και να αποσοβήση τους σοβαρώτατους κινδύνους αναφλέξεως και δηλητηριάσεων. Ελαφράν μόνον δηλητηρίασιν υπέστησαν δέκα εκ των ανδρών της ιδίας της Π.Υ.
Παρέστη ανάγκη να διακοπή η ρευματοδότησις της περιοχής διά τον φόβον πυρκαϊάς και διά τούτου δεν κατέστη αμέσως δυνατή η εκτίμησις των ζημιών αι οποίαι πάντως υπολογίζεται ότι θα υπερβούν τας 200 χιλιάδων δραχμών.
Ανακρίσεις επί της όλης υποθέσεως διεξάγει ήδη η Διοίκησις Χωροφυλακής διά το κατά πόσον η διαρροή του αερίου της αμμωνίας υπηρξέν αποτέλεσμα ηθελημένης πράξεως.»
(Πατρίς-25/11/1969)
…ηθελημένης πράξεως;…Ο Αντύπας δεν βρέθηκε ποτέ για να μπορέσει να δώσει τη σωστή απάντηση. Από την προηγούμενη μέρα είχε βγάλει εισιτήριο για την Αθήνα και μετά κανείς δεν έμαθε προς τα πού πήγε. Μέχρι και η Ιντερπόλ είχε εμπλακεί στην αναζήτηση του τότε χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα εύρεσης του. Σίγουρα πάντως η πράξη του αυτή από αγανάκτηση ήταν ηθελημένη αφού ένιωσε ότι εκείνη τη στιγμή ή εκείνος θα καταστρεφόταν ή θα κατέστρεφε αυτό που ουσιαστικά τον οδήγησε εκεί. Διάλεξε το δεύτερο για να εκδικηθεί την οικογένεια Μιστίλογλου που του το έδωσε λίγο πριν το τέλος του. Ο Πάρης, γιος του Χρήστου Μιστίλογλου, που ζει σήμερα πολύ κοντά στο Παγοποιείο προσπαθεί να θυμήθει ακόμα και τώρα εικόνες από εκείνη την εποχή. Μοιάζει να θυμάται μόνο τις όμορφες στιγμές λες και τις άσχημες θέλει να τις ξεχάσει για πάντα. Ακόμα και τώρα πιστεύει ότι το εργοστάσιο δεν έπρεπε να είχε δοθεί στον Αντύπα γιατί έτσι θα είχαν αποφύγει όλα όσα έγιναν. Μπορεί και πάλι να έκλεινε το εργοστάσιο αλλά δεν θα χάνονταν σε μια στιγμή αυτά που ο παππούς του , ο πατέρας και οι θείοι του έχτιζαν για μια ζωή. Όσα μηχανήματα σώθηκαν από εκείνη τη νύχτα πουλήθηκαν μετά σε παλιοσίδερα αφού είχαν ήδη αχρηστευτεί.
Από εκείνη την τραγική νύχτα το παγοποιείο Μιστίλογλου έκλεισε για να ξανανοίξει 25χρόνια μετά και να ξαναγεμίσει ανθρώπινες φωνές και ήχους ζωής…μιας ζωής διαφορετικής…ενός Ηρακλείου διαφορετικού και αλλαγμένου….
Εγώ συνέχιζα να κοιτάζω το παλιό εκείνο ασανσέρ με τις ξύλινες τάβλες και τα σκουριασμένα σίδερα. Όλα είχαν κάποιο νόημα τώρα. Μπορούσα να δω το άνοιγμα δίπλα στο ασανσέρ από όπου έβγαινε ο πάγος στο στενό δρομάκι πίσω από το Παγοποιείο ανάμεσα στα παλιωμένα σίδερα που παραμένουν ακόμα και σήμερα…36 χρόνια μετά…στο ίδιο σημείο…Μπορούσα να δω τις ξύλινες πόρτες που φαίνονταν τόσο βαριές ώστε να κλείνουν τα ψυγεία που κρατούσαν τα τρόφιμα των Γερμανών την περίοδο του εμφυλίου αλλά και την επιγραφή που τους είχε απομείνει και που τώρα διακοσμούσε τον τοίχο. Όλα πλέον είχαν αποκτήσει έναν λόγο που βρισκόταν εκεί και δεν αποτελούσαν απλά ένα μέρος της διακόσμησης του μαγαζιού. Και το υπόγειο, ο χώρος που βρισκόταν το σημαντικότερο μέρος του παγοποιείου Μιστίλογλου παραμένει ακόμα κλειδωμένο, κρατώντας μέσα του όλα τα πραγματικά μυστικά που το οδήγησαν στο τέλος του. Κι εγώ, που μόλις είχα βγει από το μαγικό αυτό ταξίδι στο χρόνο, ήμουν έτοιμη να κάτσω πάλι στην ίδια καρέκλα που καθόμουν πριν και να συνεχίσω να πίνω το κρασί μου με τους φίλους μου…
…μόνο που τώρα ήξερα…και ήθελα αμέσως να πω το μυστικό μου…
…ίσως γι αυτό προτίμησα να το γράψω…
Τίποτα δεν μπορούσε να με προϊδεάσει ότι εκείνο το βράδυ θα ξετυλίγονταν με ένα τρόπο «εξωπραγματικό» μια ιστορία του παρελθόντος, μια ιστορία του Ηρακλείου η οποία είχε ξεχαστεί και που οι περισσότεροι από τους επισκέπτες του Παγοποιείου ίσως να μην την γνωρίζουν καθόλου. Το ασανσέρ αυτό στάθηκε η αφορμή για να ξεκινήσει ένα ταξίδι στο χρόνο…που θα έβγαζε στην επιφάνεια την αρχή και το …περίεργο τέλος ενός σημαντικού κομματιού της πόλης του Ηρακλείου του περασμένου αιώνα…το «Παγοποιείο Μιστίλογλου».
Όλα ξεκίνησαν λίγο πριν τη Μικρασιατική καταστροφή όταν ο Γιώργος Μιστίλογλου φεύγει από την Κωνσταντινούπολη μαζί με τα εννέα παιδιά του και φτάνει στο Ηράκλειο για να ξεκινήσει μια νέα αρχή. Η εξυπνάδα του σε συνδυασμό με την μεγάλη όρεξη του για εμπλοκή στο βιομηχανικό τομέα της πόλης του Ηρακλείου, που εκείνη την εποχή βρισκόταν ακόμα σε αρχικό στάδιο, τον οδηγούν στην δημιουργία εργοστασίου για την παραγωγή χαλβάδων. Παράλληλα όμως ο Γεώργιος Μιστίλογλου ετοιμάζει και την κύρια ιδέα του που δεν ήταν άλλη από την δημιουργία του πρώτου εργοστάσιου παραγωγής πάγου για την πόλη του Ηρακλείου. Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 το πρώτο παγοποιείο στο Ηράκλειο έχει ολοκληρωθεί και αρχίζει άμεσα να γίνεται γνωστό σε όλο το νησί.
Την επιχείρηση την χειρίζονται ο Γεώργιος Μιστίλογλου με την βοήθεια των τεσσάρων μεγαλύτερων παιδιών του, του Αριστομένη, του Αλβέρτου, του Χρήστου και του Διογένη. Από την πρώτη στιγμή το εργοστάσιο γίνεται απαραίτητο για το Ηράκλειο. Εξυπηρετεί όλα τα μαγαζιά του Ηρακλείου που χρειάζονταν πάγο όπως τα ψαράδικα, τα χασάπικα και τις αποθήκες τροφίμων αλλά και όλους τους απλούς πολίτες που κατέφθαναν στο παγοποιείο με κάθε είδους μεταφορικό μέσο για να προμηθευτούν πάγο για τα ψυγεία τους που μέχρι τότε λειτουργούσαν μόνο με πάγο και όχι με ηλεκτρικό ρεύμα. Το παγοποιείο αντέχει ακόμα και τα δύσκολα χρόνια του εμφυλίου όπου οι Γερμανοί το χρησιμοποιούν για τη φύλαξη τροφίμων τους στα μεγάλα ψυγεία που διέθετε. Επιπλέον όλος ο Ελληνικός στρατός του νησιού αλλά και η Αμερικάνικη Βάση στις Γούρνες προμηθεύονταν πάγο από την οικογένεια Μιστίλογλου.
Η μέρα στο παγοποιείο ξεκινούσε από πολύ νωρίς αφού το Ηράκλειο έπρεπε να προμηθευτεί τον πάγο πριν βγει ο ήλιος και ξεκινήσει η ζέστη που θα τον αλλοίωνε. Ουρές έξω από το παγοποιείο περίμεναν το βαρύ ασανσέρ να ανεβάσει σιγά- σιγά τον πάγο από το υπόγειο, όπου λειτουργούσε το παγοποιείο και να τον φορτώσουν για να τον πάρουν στα σπίτια τους ή στα καταστήματα τους. Στο υπόγειο τα πάντα δούλευαν στην εντέλεια. Οι μεγάλες μηχανές που έφτιαχναν τον πάγο δεν σταματούσαν λεπτό να λειτουργούν. Αφού αντλούσαν το νερό από το πηγάδι έπειτα το διοχέτευαν σε μια παγολεκάνη με αρκετό αλάτι για να αποφύγουν την πρόωρη ψύξη του. Στη συνέχεια το περνούσαν σε ειδικά καλούπια έξω από τα οποία διακλαδιζόταν ο αγωγός που διοχέτευε την αεριούχο αμμωνία για την τελική ψύξη. Στο τέλος όταν πλέον οι πάγοι ήταν έτοιμοι τους τοποθετούσαν τον έναν πάνω στον άλλο και με την τοποθέτηση ξύλινων πήχεων απέφευγαν την συγκόλληση των πάγων μεταξύ τους. Οι πιο παλιοί κάτοικοι του Ηρακλείου λένε ότι οι δεξαμενές του νερού κάτω από το παγοποιείο ήταν πολύ μεγάλες και ότι το νερό έφτανε μέχρι τα νεώρια και απελευθερωνόταν από μικρές εξόδους εκεί. Το προσωπικό που αποτελούνταν από περίπου δεκαπέντε άτομα εργαζόταν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και κάτω από άριστες συναδελφικές συνθήκες. Το παγοποιείο αποτελούσε πλέον μια ολοκληρωμένη βιομηχανική μονάδα για την πόλη του Ηρακλείου.
Μέσα στη δεκαετία του ’50 ο Γεώργιος Μιστίλογλου βλέπει τα όνειρα του να γίνονται πραγματικότητα και απολαμβάνει την κάθε μέρα στο εργοστάσιο του. Το κλίμα στο εργοστάσιο μεταξύ αφεντικών και υπαλλήλων βελτιώνεται συνεχώς που μέχρι και κουμπαριές μεταξύ τους ενδυναμώνουν ακόμα περισσότερο τις καλές τους σχέσεις. Στο τέλος του ’50 ξεκινάει η χρήση των ηλεκτρικών ψυγείων. Ο κόσμος αρχίζει να αγοράζει ηλεκτρικά ψυγεία και έτσι η ζήτηση του πάγου αρχίζει να μειώνεται. Ακόμη όμως και με τον ερχομό των ηλεκτρικών ψυγείων το παγοποιείο συνεχίζει την σημαντική του πορεία. Με το πέρασμα των χρόνων όμως η ζήτηση αρχίζει κάποια στιγμή και ελαττώνεται και το παγοποιείο αρχίζει να παίρνει μια καθοδική πορεία…μια πορεία που τελικά ποτέ ξανά δεν θα γυρνούσε στην αφετηρία της.
Γύρω στα μέσα του ’60 φτάνει στο Ηράκλειο ένας Κωνσταντινοπολίτης από τη Συρία, ο Ιωάννης Αντύπας, και ζητάει να γνωρίσει την οικογένεια Μιστίλογλου. Ο Ιωάννης Αντύπας, ψυκτικός, ίσως να έφτασε στο Ηράκλειο για να φτιάξει το δικό του παγοποιείο ψάχνοντας να βρει το μυστικό της επιτυχίας το Γ. Μιστίλογλου. Καταλήγει όμως να αποκτάει την κυριότητα του εργοστασίου πληρώνοντας ένα σημαντικό ενοίκιο για εκείνη την εποχή. Έτσι λοιπόν, η ευθύνη του εργοστασίου περνάει στα χέρια του Ιωάννη Αντύπα ενώ τα αδέλφια Μιστίλογλου συνεχίζουν τις ζωές τους με μικρότερες επιχειρήσεις που είχαν δημιουργήσει όλα αυτά τα χρόνια. Ο Γεώργιος Μιστίλογλου ανακουφίζεται αφού ήταν πλέον μεγάλος σε ηλικία και το εργοστάσιο είχε αρχίζει να τον κουράζει. Η κατάσταση όμως ακόμα και μετά τον ερχομό του Αντύπα δεν αλλάζει και πολύ. Η δουλεία ελαττώνεται ακόμα περισσότερο και τα πράγματα δείχνουν να χειροτερεύουν. Πλέον κάθε νοικοκυριό έχει το δικό του ψυγείο και ο πάγος δεν είναι πια τόσο απαραίτητος. Δεν φτάνει όμως μόνο αυτό. Δύο νέα παγοποιεία αρχίζουν να λειτουργούν στο Ηράκλειο, του Λιανά στον Πόρο και το Κρατικό στο Λιμάνι. Από τα μέσα του 1960 το παγοποιείο ξεκινάει την αντίστροφη μέτρηση. Ο ανταγωνισμός είναι πλέον πολύ μεγάλος και ο Ιωάννης Αντύπας πασχίζει να κρατήσει την επιχείρηση «ζωντανή». Οι πελάτες συνεχώς και ελαττώνονται και το κλίμα στο εργοστάσιο αλλά και στην οικογένεια αρχίζει να φορτίζεται.
Ο Αντύπας αρχίζει να ανησυχεί πάρα πολύ. Πρέπει συνεχώς να πληρώνει λεφτά από την τσέπη του για να καλύπτει τα προβλήματα του εργοστασίου. Αρχίζει και αναρωτιέται εάν έπραξε σωστά με την κίνηση αυτή που έκανε ή εάν δεν έπρεπε καθόλου να έρθει στο Ηράκλειο και να αναμιχθεί με το παγοποιείο. Οι εργάτες του παγοποιείου αγανακτούν. Οι συνθήκες εργασίας δεν θυμίζουν σε τίποτα τον παλιό καιρό και η δουλειά μετά βίας παράγεται. Ο Αντύπας αρχίζει να χάνει τον έλεγχο. Χιλιάδες σκέψεις περνάνε από το μυαλό του τα βράδια όταν το εργοστάσιο αδειάζει. Γίνεται όλο και πιο σκεπτικός και ανήσυχος και κανένας δεν θα μπορούσε να φανταστεί τι ήταν αυτό που είχε τελικά στο μυαλό του…ίσως ούτε και ο ίδιος…
Οι υπάλληλοι του εργοστασίου τον θυμούνται τα τελευταία βράδια πριν το μοιραίο τέλος του παγοποιείου όπως δεν τον είχαν ξαναδεί ποτέ. Εκείνο το τελευταίο βράδυ της 23η Νοεμβρίου 1969 ο Αντύπας έμοιαζε πιο σκεπτικός από ποτέ. Είχε μια περίεργη ηρεμία λες και όλη μέρα γυρόφερνε κάτι στο μυαλό του. Οι υπάλληλοι τον παρατηρούσαν χωρίς να τον ρωτήσουν τίποτα. Κάποια στιγμή εκείνος τους ζήτησε να φύγουν…να φύγουν πιο νωρίς από ότι θα έπρεπε ισχυριζόμενος ότι δεν ήταν καλά και ότι θα έπρεπε να κλείσουν το εργοστάσιο. Εκείνος παρέμεινε εκεί…ακουμπισμένος στα μηχανήματα…Κανείς δεν ήταν εκεί για να μπορέσει να μαρτυρήσει τι ακριβώς συνέβη εκείνο το βράδυ στο υπόγειο του εργοστασίου. Τα αποκόμματα των εφημερίδων των επόμενων ημερών περιγράφουν ακριβώς το θέαμα που αντίκρισαν οι κάτοικοι της περιοχής του Αγίου Τίτου το επόμενο ακριβώς πρωί και το θέαμα που έκρυβε το παγοποιείο μετά από εκείνο το τελευταίο βράδυ.
«Έναν σοβαρώτατο αλλά και πρωτότυπο κίνδυνο, αντιμετώπισε χθες το πρωί το κέντρο της πόλεως, και συγκεκριμένως η πέριξ του Αγίου Τίτου περιοχή, ο οποίος εν τούτοις απεσοβήθη χάρις εις την έγκαιρο και αποτελεσματική επέμβαση της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και του Τμήματος Τροχαίας.
Εστία του κινδύνου, το εργοστάσιο παγοποιϊας ιδιοκτησίας του κ. Αριστομένη Μιστίλογλου το οποίον από του παρελθόντος Ιουλίου είχε ενοικιασθή υπό του Ιωάννου Αντύπα, τουρκικής ως λέγεται υπηκοότητος, και πρώην κατοίκου Αλεξανδρέττας.
Αυτόν τούτον δε τον κίνδυνον συνιστά η διαρροή αεριώδους αμμωνίας η οποία εις την κατάστασιν του αερίου είναι λίαν δηλητηριώδης και άκρως επικίνδυνος ως εκπληκτικόν μίγμα εάν εις ποσοστόν 15-25% έχει αναμιχθή με τον ατμοσφαιρικό αέρα.
Ο κίνδυνος επομένως ήτο διπλός. Και φόβος μιας τρομακτικής εκρήξεως υπήρχε, και το ενδεχόμενον ομαδικής δηλητηριάσεως των εντελώς ανυπόπτων περιοίκων, οι οποίοι ησθάνοντο την έντονον οσμήν του αερίου χωρίς να γνωρίζουν ούτε από πού προήρχετο ούτε τους κινδύνους δια την ζωήν των.
Καθώς πληροφορούμεθα, το απόγευμα της Κυριακής ο ενοικιαστής του εργοστασίου ο οποίος από τίνος απουσίαζε εις Αθήνας, ενεφανίσθει εις το εργοστάσιον το οποίον εξεμεταλλεύετο και είπε εις τους εργαζομένους εκείνη την ώραν ότι μπορούν να σχολάσουν. Όταν έφυγε το προσωπικόν ο Αντύπας μόνος πλέον κατέστρεψε – άγνωστον δια ποίους λόγους – μέρος των μηχανημάτων του εργοστασίου ήνοιξε τις στρόφιγγες της αεριούχου αμμωνίας, έκλεισε και εξηφανίσθει. Λέγεται επίσης ότι ανεχώρησε δι’ Αθήνας και εκείθεν εις Βηρρυτόν ή εις το Περού. Ως λόγοι της αιφνιδιαστικής αυτής εξαφανίσεως του φέρονται προς το παρόν χωρίς αυτό να έχει επισήμως βεβαιωθή – διεξάγονται ήδη ανακρίσεις – τα χρέη προς το προσωπικόν, προς την ΔΕΗ και εις διαφόρους ιδιώτας.
Πρέπει να σημειωθεί επίσης, ότι εις τους ψυκτικούς χώρους του εργοστασίου διετηρούντο μεγάλαι ποσότητες κρέατος και τυρού διαφόρων επιχειρηματιών της πόλεως βάρος περίπου πέντε τόννων.
Η έγκαιρος επέμβασις της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας βοηθούμενης και υπό του τμήματος Τροχαίας απεσόβησε όλους τους κινδύνους αφού δι’ όλης της δυνάμεως της ηγωνίσθη επί δίωρων και πλέον.
Δι’ όλων των οχημάτων της επέτυχε ζεύξιν από θαλάσσης μέχρι του εργοστασίου και δια καταιονισμόν ύδατος κατόρθωσε να διαλύσει το αέριον της αμμωνίας, να καθαρίσει την ατμόσφαιραν τόσον εις το εσωτερικόν του εργοστασίου, όσο και του πέριξ αυτού χώρου και να αποσοβήση τους σοβαρώτατους κινδύνους αναφλέξεως και δηλητηριάσεων. Ελαφράν μόνον δηλητηρίασιν υπέστησαν δέκα εκ των ανδρών της ιδίας της Π.Υ.
Παρέστη ανάγκη να διακοπή η ρευματοδότησις της περιοχής διά τον φόβον πυρκαϊάς και διά τούτου δεν κατέστη αμέσως δυνατή η εκτίμησις των ζημιών αι οποίαι πάντως υπολογίζεται ότι θα υπερβούν τας 200 χιλιάδων δραχμών.
Ανακρίσεις επί της όλης υποθέσεως διεξάγει ήδη η Διοίκησις Χωροφυλακής διά το κατά πόσον η διαρροή του αερίου της αμμωνίας υπηρξέν αποτέλεσμα ηθελημένης πράξεως.»
(Πατρίς-25/11/1969)
…ηθελημένης πράξεως;…Ο Αντύπας δεν βρέθηκε ποτέ για να μπορέσει να δώσει τη σωστή απάντηση. Από την προηγούμενη μέρα είχε βγάλει εισιτήριο για την Αθήνα και μετά κανείς δεν έμαθε προς τα πού πήγε. Μέχρι και η Ιντερπόλ είχε εμπλακεί στην αναζήτηση του τότε χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα εύρεσης του. Σίγουρα πάντως η πράξη του αυτή από αγανάκτηση ήταν ηθελημένη αφού ένιωσε ότι εκείνη τη στιγμή ή εκείνος θα καταστρεφόταν ή θα κατέστρεφε αυτό που ουσιαστικά τον οδήγησε εκεί. Διάλεξε το δεύτερο για να εκδικηθεί την οικογένεια Μιστίλογλου που του το έδωσε λίγο πριν το τέλος του. Ο Πάρης, γιος του Χρήστου Μιστίλογλου, που ζει σήμερα πολύ κοντά στο Παγοποιείο προσπαθεί να θυμήθει ακόμα και τώρα εικόνες από εκείνη την εποχή. Μοιάζει να θυμάται μόνο τις όμορφες στιγμές λες και τις άσχημες θέλει να τις ξεχάσει για πάντα. Ακόμα και τώρα πιστεύει ότι το εργοστάσιο δεν έπρεπε να είχε δοθεί στον Αντύπα γιατί έτσι θα είχαν αποφύγει όλα όσα έγιναν. Μπορεί και πάλι να έκλεινε το εργοστάσιο αλλά δεν θα χάνονταν σε μια στιγμή αυτά που ο παππούς του , ο πατέρας και οι θείοι του έχτιζαν για μια ζωή. Όσα μηχανήματα σώθηκαν από εκείνη τη νύχτα πουλήθηκαν μετά σε παλιοσίδερα αφού είχαν ήδη αχρηστευτεί.
Από εκείνη την τραγική νύχτα το παγοποιείο Μιστίλογλου έκλεισε για να ξανανοίξει 25χρόνια μετά και να ξαναγεμίσει ανθρώπινες φωνές και ήχους ζωής…μιας ζωής διαφορετικής…ενός Ηρακλείου διαφορετικού και αλλαγμένου….
Εγώ συνέχιζα να κοιτάζω το παλιό εκείνο ασανσέρ με τις ξύλινες τάβλες και τα σκουριασμένα σίδερα. Όλα είχαν κάποιο νόημα τώρα. Μπορούσα να δω το άνοιγμα δίπλα στο ασανσέρ από όπου έβγαινε ο πάγος στο στενό δρομάκι πίσω από το Παγοποιείο ανάμεσα στα παλιωμένα σίδερα που παραμένουν ακόμα και σήμερα…36 χρόνια μετά…στο ίδιο σημείο…Μπορούσα να δω τις ξύλινες πόρτες που φαίνονταν τόσο βαριές ώστε να κλείνουν τα ψυγεία που κρατούσαν τα τρόφιμα των Γερμανών την περίοδο του εμφυλίου αλλά και την επιγραφή που τους είχε απομείνει και που τώρα διακοσμούσε τον τοίχο. Όλα πλέον είχαν αποκτήσει έναν λόγο που βρισκόταν εκεί και δεν αποτελούσαν απλά ένα μέρος της διακόσμησης του μαγαζιού. Και το υπόγειο, ο χώρος που βρισκόταν το σημαντικότερο μέρος του παγοποιείου Μιστίλογλου παραμένει ακόμα κλειδωμένο, κρατώντας μέσα του όλα τα πραγματικά μυστικά που το οδήγησαν στο τέλος του. Κι εγώ, που μόλις είχα βγει από το μαγικό αυτό ταξίδι στο χρόνο, ήμουν έτοιμη να κάτσω πάλι στην ίδια καρέκλα που καθόμουν πριν και να συνεχίσω να πίνω το κρασί μου με τους φίλους μου…
…μόνο που τώρα ήξερα…και ήθελα αμέσως να πω το μυστικό μου…
…ίσως γι αυτό προτίμησα να το γράψω…