Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2008

Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2008

Sabiya

Την λένε Sabiya και είναι η καινούργια μου φίλη.
Φοράει μπλε ρούχα και έχει ένα λευκό ύφασμα τυλιγμένο στο κεφάλι και τους ώμους της.
Κοιτώντας τη φωτογραφία όλο και περισσότερες φορές το βλέμμα της αρχίζει να γίνεται γνώριμο, να το συνηθίζω.
Δεν με ξέρει.
Δεν με έχει δει ποτέ.
Αυτή όμως τη φωτογραφία την έβγαλε για μένα ή μάλλον καλύτερα για να καταλήξει σε μένα.
Φέτος είναι ο πρώτος άνθρωπος που θα στείλω τις ευχές μου.
Θα περιμένει όμως ευχές; θα ξέρει άραγε τι σημαίνει ευχή και γιατί την δίνει ο ένας στον άλλο; Δεν ξέρω …
Κάρτα, ναι μάλλον κάρτα θα στείλω…και σίγουρα στα αγγλικά, για να μπορέσει κάποιος να της την μεταφράσει. Μπορεί τα λίγα εκατοστά της κάρτας να μην μπορούν να χωρέσουν μέσα όλα αυτά που θέλω να της πω, όλα αυτά που θα ήθελα να της δείξω και να της διηγηθώ. Θα μπορέσω όμως να της στείλω λίγη ‘γραμμένη’ ζεστασιά κι εύχομαι μονάχα να μπορέσει να την νιώσει.
Η Sabiya μπορεί να μην έχει λάβει ποτέ μια δικιά της χριστουγεννιάτικη κάρτα … ή μια οποιαδήποτε κάρτα και μπορεί να μην ανταλλάζει δώρα με τους γονείς και τα πέντε αδέλφια της τις γιορτές. Μπορεί και να το κάνουν όμως, και τα δώρα τους να είναι πολύ πιο σημαντικά γι αυτούς από ότι μπορούμε να φανταστούμε … μια πιο μεγάλη μερίδα φαγητού για εκείνη τη μέρα ή μια πέτρα σε περίεργο σχήμα που βρήκαν στην μεγάλη χωμάτινη αλάνα δίπλα από το σπίτι τους που η Sabiya θα την φυλάξει και θα την θεωρεί το Χριστουγεννιάτικο της δώρο. Και μπορεί να την βάλει δίπλα στα υπόλοιπα της δώρα, όλες εκείνες τις πέτρες που ο πατέρας και η μητέρα της βρίσκουν κατά καιρούς στα χωράφια που δουλεύουν. Κι ίσως και γι αυτούς κάθε περίεργη πέτρα που βρίσκουν να είναι ένας μικρός θησαυρός για τα παιδιά τους. Και να είναι ευτυχισμένοι γιατί με αυτά έχουν συνδυάσει την χαρά τους και κανένας δεν μπορεί να τους την κλέψει.
Δεν θα της έγραφα τίποτα για τα Χριστούγεννα εδώ, για τα πλούσια γεύματα που πλημμυρίζουν τα τραπέζια μας, για τις αγορές δώρων για τα Χριστούγεννα και την πρωτοχρονιά, για τις μουσικές στους δρόμους και για τον κόσμο που νιώθεις ότι δεν περπατάει αλλά είναι σταματημένος και δεν κινείται. Δεν θα της περιέγραφα το γιορτινό κλίμα γιατί δεν θα μπορούσε να το καταλάβει και γιατί δεν υπάρχει λόγος να το καταλάβει.
Η Sabiya θα περάσει τις γιορτές της κάνοντας ακριβώς ότι κάνει κάθε μέρα, ίσως μόνο με μια μικρή ξεκούραση από το σχολείο της. Θα παίξει με τα ίδια αυτοσχέδια παιχνίδια και δεν θα περιμένει να ξετυλίξει το καινούργιο της παιχνίδι που θα βρει κάτω από το δέντρο. Γιατί ούτε καινούργια παιχνίδια θα υπάρχουν ούτε ένα πλαστικό δέντρο γεμάτο μπάλες και λαμπάκια για να το βάλουν από κάτω. Δεν θα δει βεγγαλικά να γεμίζουν τον ουρανό όταν θα αλλάζει ο χρόνος…
Εκείνη τα βεγγαλικά μπορεί να τα νιώθει μέσα της και να τα βλέπει κάθε μέρα…όταν η μητέρα της την παίρνει κάθε βράδυ μια αγκαλιά, όταν στο σχολείο αποκτήσει ένα καινούργιο μολύβι, όταν η μεγάλη της αδελφή της χαρίσει ένα ζευγάρι σαγιονάρες γιατί δεν της κάνουν πια, όταν καταφέρει να ταΐσει τα ζώα μόνη της χωρίς την βοήθεια του πατέρα της. Αυτές είναι οι στιγμές της μικρής μου φίλης από το Πακιστάν, οι στιγμές που μπορώ να φανταστώ αυτό το σοβαρό μικρό πρόσωπο να χαμογελάει…
Και θέλω να πιστεύω ότι χαμογελάει συχνά… γιατί είναι υγιής και δεν πάσχει από τις ασθένειες που θερίζουν την περιοχή που μένει, γιατί για να φέρει νερό στο σπίτι της χρειάζεται να περπατήσει μόνο ένα χιλιόμετρο και δεν χρειάζεται να πάει στο διπλανό χωρίο, γιατί το σπίτι που μένει είναι κτισμένο από πέτρα και σίδερα και όχι από λάσπη όπως τα περισσότερα σπίτια του οικισμού της, γιατί πάει σχολείο και δεν στερείται το δικαίωμα της μόρφωσης…
Θέλω να την σκέφτομαι ευτυχισμένη και θέλω η επόμενη φωτογραφία της που θα δω να τη δείχνει χαμογελαστή και όχι με το σφιγμένο χαμόγελο που τη βλέπω τώρα.
Η κάρτα αυτή δεν ξέρω τι χαρά μπορεί να της δώσει, εάν είναι μικρή ή μεγάλη, ασήμαντη ή σημαντική. Μου φτάνει μονάχα ότι θα πέσει το βράδυ να κοιμηθεί και θα σκέφτεται ότι κάπου μακριά, σε μια χώρα που δεν ξέρει καν που είναι, κάποιος την σκέφτεται…και της έστειλε ένα μικρό κομμάτι χαρτί με χρώματα και κάποιες άγνωστες λέξεις πάνω…και είναι μόνο γι αυτήν, για κανέναν άλλο.
Κι όταν θα πέσω κι εγώ το βράδυ να κοιμηθώ θα ξέρω ότι κάπου μακριά, στο Πακιστάν, ένα μικρό κορίτσι 7 ετών κρατάει στα χέρια του κάτι δικό μου, κάτι αποκλειστικά για εκείνη, κάτι που θέλω να πιστεύω ότι θα την κάνει να δει μερικά ακόμα βεγγαλικά να χρωματίζουν την ψυχή της.

Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2008

Το τείχος των ευχών...

Στριμωγμένες ευχές…προσευχές, η μια πάνω στη άλλη παλεύοντας να κρατηθούν για πάντα στους αρμούς των μεγάλων πετρών αυτού του τείχους. Και έρχονται ο ένας μετά τον άλλο και βάζουν κι άλλα κι άλλα μικρά χαρτάκια διπλωμένα όσο πιο πολλές φορές γίνεται για να γίνουν όσο πιο μικρά μπορούν…μικρά χαρτάκια με μεγάλα λόγια σίγουρα μέσα τους.
Δεν ήξερα πολλά για το ‘τείχος των δακρύων’ όπως το αποκαλούν στην Ιερουσαλήμ…μονάχα εικόνες είχα στο μυαλό μου. Αλλά εκείνη η φωτογραφία είχε μείνει στη μνήμη μου και με προβλημάτιζε συνεχώς, για το μάταιο που υπάρχει καμιά φορά γύρω μας, για την ελπίδα, την επιθυμία, τη λαχτάρα…την ευχή…
Ευχή…αυτή είναι η λέξη που έψαχνα…μια λέξη τόσο μικρή, ικανή όμως να χωρέσει μέσα της τις πιο μεγάλες προσδοκίες της ζωής μας. Αυτά που θέλουμε να έρθουν στη ζωή μας κι αυτά που δεν θα θέλαμε ποτέ. Αυτά που περιμένουμε για εμάς και για τους γύρω μας…
Κάθε μέρα έχει μια τουλάχιστον ευχή μέσα της, είτε την πούμε δυνατά είτε απλά την σκεφτούμε, γιατί απλά πάντα κάτι περιμένουμε και κάτι επιθυμούμε.
Όσο η πόλη γεμίζει με μικρά φωτάκια τόσο γεμίζει και με ευχές. Μ’ αρέσει που αυτές τις μέρες ξεκινάμε τους χαιρετισμούς μας με ευχές αντί για καλημέρα, για καλησπέρα. Το ‘χρόνια πολλά’ το ‘καλή χρονιά’ , το ‘με υγεία’ τα καταπίνουν όλα και είναι αυτά που πλανώνται παντού.
Μου λείπουν όμως οι αληθινές ευχές. Νιώθω ότι πολλές φορές μας ξεγλιστράνε τα ίδια λόγια σε όλους τους ανθρώπους, ότι βγαίνουν μόνα τους, σχεδόν αβίαστα χωρίς να τα σκεφτούμε, ότι τα λέμε φέτος, τα λέγαμε πέρυσι και θα τα λέμε και του χρόνου, με τον ίδιο ρυθμό, με την ίδια συχνότητα…Ίσως οι μόνες ευχές που αλλάζουν είναι αυτές που είναι βαθιά μέσα μας, αυτές που κρατάμε για εμάς, που είναι τόσο δυνατές που καμιά φορά φοβάσαι να τις πεις, νομίζοντας ότι θα βγουν από το στόμα σου, θα γίνουν σκόνη, θα σκορπιστούν και θα χαθούν για πάντα…και έτσι τις κρατάς και τις κρατάς και περιμένεις ότι κάποτε θα γίνουν πραγματικότητα…και περιμένεις…
Και γίνεται η ζωή μας ένα τείχος που στριμώχνονται πάνω του πολλά μικρά χαρτάκια, άλλα τα βάζουμε εμείς και άλλα τα βάζουν άλλοι. Και γεμίζουμε ο ένας τους αρμούς στο τείχος του άλλου, προσμονώντας πότε ο καθένας θα αρχίσει να ξεδιπλώνει τα χαρτάκια του και να πραγματοποιεί τις ευχές του…αν θα μπορεί…κι αν θα τα καταφέρει…
Κι αυτό το τείχος γίνεται πολλές φορές πιο ψυχρό, γεμίζει μηχανές, κουμπάκια, πλήκτρα κι αριθμούς. Γίνεται υπολογιστής και κινητό και έρχονται συνεχώς μηνύματα κάθε μέρα με πιο πολύχρωμες ευχές, χωρίς φωνή, χωρίς ήχο…Καμιά φορά είναι και ίδια μεταξύ τους αλλά δεν σε πειράζει…μετράει η σκέψη σκέφτεσαι…και είναι αλήθεια…Κάποιος σε σκέφτηκε, έστω και για να σου στείλει ένα μήνυμα που έστειλε σε σένα και σε πολλούς άλλους…αλλά σε σκέφτηκε, και μετά κάθεσαι κι εσύ να σκεφτείς σε ποιον να στείλεις τις ευχές σου, και τι να στείλεις και πότε να το στείλεις και με τι μέσο.
Να γράψω κάρτες φέτος; Να στείλω e-mail ή να στείλω μήνυμα στο κινητό; Το πρώτο θα το κάνουν λίγοι, το δεύτερο περισσότεροι και το τρίτο οι πιο πολλοί…Το μήνυμα στο κινητό θα το κρατήσεις μέχρι που μετά από λίγες μέρες θ’ αρχίσει να αναβοσβήνει το ενοχλητικό φακελάκι που θα σου θυμίσει ότι πρέπει να σβήσεις κάποια μηνύματα σου γιατί το κινητό έχει γεμίσει, και θα το διαλέξεις και αυτό, γιατί θα έχουν περάσει οι γιορτές και θα σου φαίνεται πια ανώφελο να το κρατάς. Κάτι παρόμοιο θα συμβεί και με τα e-mails σου, μετά από λίγους μήνες θα κάτσεις ένα βράδυ που θα βαριέσαι και θα καθαρίσεις τα εισερχόμενα σου και θα το βρεις και αυτό κάπου εκεί μέσα…θα το ξαναδιαβάσεις, θα χαμογελάσεις και μετά μάλλον θα καταλήξει και αυτό στο καλάθι των αχρήστων. Ενώ η κάρτα, θα είναι εκεί στο κουτί με τις χριστουγεννιάτικες κάρτες κάθε φορά που το ανοίγεις, κάθε χρόνο και θα τη διαβάζεις, θα χαμογελάς αλλά θα την ξαναβάζεις στο κουτί γυρνώντας για λίγο πίσω στο χρόνο. Δεν θα την πετάξεις γιατί έχει ευχές που τις κρατάς στα χέρια σου και που όσα χρόνια και να περάσουν θα σου θυμίζουν εκείνα τα Χριστούγεννα και αυτόν που σου τις έστειλε.
Μου αρέσει η τεχνολογία, με βοηθάει πολύ στην επικοινωνία με τους γύρω μου αλλά καμιά φορά μου στερεί την ανθρώπινη επαφή, με την κυριολεκτική της έννοια και μου τα κρύβει όλα πίσω από μικρές και μεγάλες οθόνες, πίσω από ακουστικά και handsfree.Και εγώ τα θέλω να τα κρατάω στα χέρια μου όλα, για να τα νιώθω, να τα αισθάνομαι όσο μπορώ πιο πολύ…σαν το ‘τείχος των δακρύων’ που τα κρατάει όλα μέσα του για τόσα χρόνια και μένει πάντα σιωπηλό. Τίποτα δεν χάνεται στο χρόνο αν έχει περάσει καλά μέσα σου, και κάθε ευχή μένει πάντα εκεί ‘διπλωμένη’ και περιμένει τη σειρά της, να διαβαστεί και να ξαναφυλαχτεί καλά βαθιά στον αρμό που πρωτομπήκε.
Γεμίστε το ‘τείχος’ σας μ’ ευχές…αυτές που πιστεύετε ότι μπορούν να πραγματοποιηθούν και αυτές που φαίνονται ακατόρθωτες…ίσως μια μέρα εξαντληθούν οι πρώτες και αρχίσουν να γίνονται ‘ζωή’ οι δεύτερες…


υ.γ. το κείμενο αυτό γράφτηκε και δημοσιεύθηκε πριν ένα χρόνο για το ένθετο τεύχος των Χριστουγέννων της εφημερίδας "Ανατολή" του νομού Λασιθίου

Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2008

Κοίτα ψηλά...

Να το θυμάστε…Θα έρθει και η μέρα που θα σκοντάψω…θα πέσω πάνω σε κανένα περαστικό που θα μου φωνάξει «κοίτα μπροστά σου κοπέλα μου»…αλλά εγώ δεν παίρνω το μάθημα μου. Συνεχίζω να κοιτάω ψηλά, γιατί ψηλά κρύβει το Ηράκλειο τους πιο ωραίους θησαυρούς του. Τους θησαυρούς που το οπτικό πεδίο μας δεν μπορεί να τους εντοπίσει μέσα στους στενούς δρόμους αλλά που είναι εκεί, από πάνω μας, που μας φωνάζουν να τους δούμε, να τους θυμηθούμε και να τους ξυπνήσουμε από το βαθύ ύπνο στον οποίο τους έχουμε υποχρεώσει να ζούνε για πολλές δεκαετίες.




Σοβάδες που κρέμονται, πατζούρια έτοιμα να πέσουν, μπαλκόνια ερείπια γεμάτα από επικίνδυνες ρωγμές… Μια ρωγμή δυστυχώς είναι τα περισσότερα κτίρια στο κέντρο του Ηρακλείου που σίγουρα ζητάνε κάποιον να τα προσέξει, και να τους ξαναδώσει ζωή.
Μπορεί να τα «προσέχω» με το βλέμμα μου, με τη σκέψη μου κάθε μέρα που περνάω από δίπλα τους…αλλά δεν φτάνει. Τα βλέμματα δεν θεραπεύουν…δυστυχώς δεν φτάνει η δύναμη τους.
Και σ αυτή την πόλη που προσπαθεί να εκσυγχρονίζεται συνεχώς κάποιος πρέπει να κοιτάξει την ιστορία, τη διαδρομή, το ενδιάμεσο εκείνο στάδιο που μας έφερε ως εδώ.

Κάποια χρόνια πριν είχα προλάβει να τραβήξω φωτογραφία το σπίτι που γεννήθηκε ο Νίκος Καζαντζάκης. Δεν το πρόσεξα από την συντήρηση και ανάδειξη του. Την αλήθεια την δείχνει η φωτογραφία…Το πρόσεξα από τη μαρμάρινη επιγραφή που απλά το μαρτυρούσε. Το σπίτι αυτό δεν υπάρχει πια…το κατεδάφισαν πριν καιρό και μάλλον κάτι καινούργιο σύντομα θα το αντικαταστάσει…αν δεν το έχει κάνει ήδη. Δεν ξέρω αν σε κάποιους ήταν ένα απλό συνηθισμένο κτίριο, δεν ξέρω σε ποιον άνηκε, ποια ήταν η κατάσταση του…αυτό που ξέρω είναι ότι ήταν για χρόνια σε αυτή την κατάσταση και τίποτα δεν έγινε για να αναδειχθεί, για να μετατραπεί ίσως σ’ ένα μικρό μουσείο, ακόμα και φωτογραφικό για τη ζωή του ποιητή μας. Και αλήθεια…πόσοι από εμάς ήξεραν ότι εκεί, σε αυτό το κτίσμα γεννήθηκε ο Νίκος Καζαντζάκης;
Κοιτάτε ψηλά λοιπόν…
Εκεί κοντά στο μπλε του ουρανού φανερώνονται όλες οι ομορφιές αυτής της πόλης…

Υ.γ: με χαρά είδα ότι αυτή την εβδομάδα ξεκίνησαν εργασίες σ’ ένα από τα πιο παλιά κτίρια της μικρής Έβανς… ένα από αυτά που καιρό τώρα «πρόσεχα» με το βλέμμα μου…
Εύχομαι σύντομα να δω και αλλού…

Α! και κάτι ακόμα…αν μπορείτε και εσείς…φροντίστε τα λίγο…με το βλέμμα, με τη σκέψη σας…
Ίσως αν γίνουμε πολλοί κάτι να γίνει…

Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2008

Βάλε χρώμα στη ζωή μου...

Θέλω χρώμα...χρώμα να καλύπτει τους τοίχους, τα παλιά παράθυρα, τ' ανοίγματα που φοβάσαι να κοιτάξεις μέσα γιατί δεν ξέρεις που οδηγούν...θέλω παραμύθια να ξετυλίγονται μπροστά μου ενώ περπατάω στο δρόμο και εικόνες να μου τραβάνε για λίγο το βλέμμα από το γκρίζο που νομίζω ότι έχει γεμίσει τις κόρες των ματιών μου.
Ευτυχώς υπάρχουν οι άνθρωποι που φροντίζουν γι αυτό...είτε εσκεμμένα είτε μετά από παραγγελία...και τους ευχαριστώ γιατί έχουν ομορφύνει τον ορίζοντα των πόλεων, τον ορίζοντα της χαμένης μου ματιάς όταν οι σκέψεις με παρασύρουν και το βλέμμα στοχεύει μακριά.

[έργα του Αλέξανδρου Βασμουλάκη στους δρόμους της Αθήνας]


Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2008

Μήδεια 2...η αρχαία ελλάδα χορεύει σε σύγχρονα "νερά"


Ήταν τόσο έντονο το τέλος… που αναρωτιόμουν αν το σφίξιμο που ένιωθα εκείνα τα δευτερόλεπτα που όλα τελείωσαν ήταν από ευτυχία, συγκίνηση ή από κάτι άλλο πιο δυνατό…πιο ανθεκτικό…που μπορώ να το νιώσω ακόμα και τώρα….που απλά οι εικόνες ανατρέχουν στο μυαλό μου…σε ανυποψίαστες στιγμές της ημέρας και που η σκηνή δεν βρίσκεται πλέον μπροστά μου.
Ήταν η πρώτη φορά που βγαίνοντας από την αίθουσα δεν μπορούσα να περιγράψω εύκολα αυτό που ένιωθα. Δεν γελούσα…δεν ήμουν θλιμμένη…δεν κοίταξα το ρολόι να δω τι ώρα είχε πάει…δεν μίλησα με κανένα…Ήμουν απλά χαμένη σε ένα κόσμο αλλιώτικο…που σπάνια μπαίνεις ένα τυχαίο βράδυ μίας τυχαίας εβδομάδας στην αρχή του φθινοπώρου.
Μπορεί περιμένοντας να ξεκινήσει η παράσταση να κοιτούσα το απλό σκηνικό και να απορούσα τι μπορεί να εξελιχθεί με φόντο μερικά ξύλινα τραπέζια…κάποιες ξύλινες καρέκλες και μια σβηστή λάμπα…όταν όμως έκλεισαν τα φώτα…σκοτείνιασαν όλα και οι λευκές φιγούρες γέμισαν την σκηνή με ένα τρόπο μαγικό που κάθε τι είχε νόημα και έπαιρνε ζωή ανάλογα με το ρόλο που έπαιρνε…
Και το νερό…ο πιο κρυφός πρωταγωνιστής αυτής της βραδιάς που υποδεχόταν τα σώματα…τους κραδασμούς…και που οι λίγοι πόντοι που έφτανε στο ύψος έφταναν να ρίξουν σε βάθος μέσα τους χορευτές…να φανούν να χάνονται μέσα του…να γίνονται ένα με αυτό και να βγαίνουν ξανά πάνω…διαφορετικοί πια…λες και άφηναν μέσα του το θυμό, την απελπισία, τη θλίψη, την απόγνωση, τον έρωτα, το θάνατο…και ξαναγεννιόντουσαν ξανά…γεμίζοντας τη σκηνή με υγρά σώματα…και υγρές «ψυχές» από θλίψη…
Όταν το σώμα και η κίνηση «καταπίνουν» την φωνή και ελευθερώνουν μονάχα κραυγές και ήχους η στιγμή γίνεται ακόμα πιο μαγική…γιατί σε αφήνουν να τα βάλεις εσύ όπου τα θες…να πλάσεις διάλογους…και να δεις τη στιγμή με τα δικά σου μάτια…με τη δικιά σου γλώσσα με τη δικιά σου ψυχή…
Η «δικιά μου» Μήδεια λοιπόν με απογείωσε, με έριξε με δύναμη κάτω και με τράνταξε, σηκώνοντας με ξανά στον αέρα για να με στείλει μετά μακριά…πάνω από τους λίγους πόντους νερό και μια σβηστή για λάμπα που σταμάτησε να καίει…

Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2008

Μια "παγωμένη" ιστορία ξεπαγώνει στο τέλος του καλοκαιριού

Καθόμουν στο Παγοποιείο και έπινα το κρασί μου μαζί με αγαπημένους φίλους. Τα τραπεζάκια γύρω μου ήταν γεμάτα από κόσμο που γελούσε και συζητούσε φωναχτά. Ήχοι από τσουγκρίσματα ακούγονταν και εγώ είχα μείνει ακίνητη στην καρέκλα μου παρατηρώντας τον χώρο λες και προσπαθούσε κάτι να μου πει…κάτι να μου φανερώσει…κάτι που κρατούσε μέσα του και που κανείς γύρω μου δεν το γνώριζε. Ίσως το μυστικό του να το ήξερε μια παρέα λίγο μεγαλύτερη σε ηλικία που καθόταν λίγο πιο πέρα και που μιλούσε πιο σιγά, πιο χαμηλόφωνα από εμάς…λες και ήξερε τι είχε συμβεί και δεν ήθελε να ξυπνήσει τις ξεχασμένες μνήμες…Η ιστορία που έκρυβε το Παγοποιείο θα μου φανερώνονταν, με ένα τρόπο μαγικό, εκείνο το βράδυ.

Προχώρησα στο εσωτερικό του μαγαζιού και άρχισα να το παρατηρώ. Μια μεγάλη επιγραφή στον αριστερό τοίχο γραμμένη στα γερμανικά, βαριές ξύλινες πόρτες που οδηγούσαν από τον ένα χώρο στον άλλο και ένα παλιό ασανσέρ πίσω από μια γυάλινη βιτρίνα άρχισαν να μαρτυρούν ότι αυτός ο χώρος δεν φτιάχτηκε από την αρχή για να γίνει το σημερινό καφέ-μπαρ «Παγοποιείο».Όλα αυτά πρόδιδαν ότι κάτι άλλο υπήρχε εκεί πριν…κάτι που ίσως οι γονείς μας ή οι παππούδες μας να θυμούνται καλύτερα και να μπορούν να μας διηγηθούν.

Πλησίασα το παλιό ασανσέρ που το γυάλινο τζάμι που το προστάτευε το έκανε να μοιάζει εγκλωβισμένο στην ίδια του την ιστορία. Μερικά κινέζικα φαναράκια είχαν τοποθετηθεί πάνω του για να το διακοσμήσουν, για να το φέρουν λίγο πιο κοντά στο σήμερα χωρίς όμως να καταφέρνουν να του πάρουν λέξη για το παρελθόν του το οποίο έμοιαζε να το κρύβει καλά κάπου από κάτω του. Προσπάθησα να κοιτάξω κάτω από το παλιό και βαρύ ασανσέρ προσπαθώντας να καταλάβω από πού έρχονταν, που κατέληγε και ποιο ακριβώς ήταν το φορτίο που μετέφερε. Το μάτι μου δεν μπορούσε να φτάσει πολύ μακριά γιατί το μόνο που μπορούσε να δει ήταν ένα κομμάτι παλιωμένος και φθαρμένος τοίχος που κρυβόταν και φανερώνονταν μονάχα όταν λίγο φως απ’ έξω ξέφευγε και τρύπωνε για λίγο στο υπόγειο του μαγαζιού. Τι να κρυβόταν άραγε εκεί από κάτω;

Τίποτα δεν μπορούσε να με προϊδεάσει ότι εκείνο το βράδυ θα ξετυλίγονταν με ένα τρόπο «εξωπραγματικό» μια ιστορία του παρελθόντος, μια ιστορία του Ηρακλείου η οποία είχε ξεχαστεί και που οι περισσότεροι από τους επισκέπτες του Παγοποιείου ίσως να μην την γνωρίζουν καθόλου. Το ασανσέρ αυτό στάθηκε η αφορμή για να ξεκινήσει ένα ταξίδι στο χρόνο…που θα έβγαζε στην επιφάνεια την αρχή και το …περίεργο τέλος ενός σημαντικού κομματιού της πόλης του Ηρακλείου του περασμένου αιώνα…το «Παγοποιείο Μιστίλογλου».

Όλα ξεκίνησαν λίγο πριν τη Μικρασιατική καταστροφή όταν ο Γιώργος Μιστίλογλου φεύγει από την Κωνσταντινούπολη μαζί με τα εννέα παιδιά του και φτάνει στο Ηράκλειο για να ξεκινήσει μια νέα αρχή. Η εξυπνάδα του σε συνδυασμό με την μεγάλη όρεξη του για εμπλοκή στο βιομηχανικό τομέα της πόλης του Ηρακλείου, που εκείνη την εποχή βρισκόταν ακόμα σε αρχικό στάδιο, τον οδηγούν στην δημιουργία εργοστασίου για την παραγωγή χαλβάδων. Παράλληλα όμως ο Γεώργιος Μιστίλογλου ετοιμάζει και την κύρια ιδέα του που δεν ήταν άλλη από την δημιουργία του πρώτου εργοστάσιου παραγωγής πάγου για την πόλη του Ηρακλείου. Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 το πρώτο παγοποιείο στο Ηράκλειο έχει ολοκληρωθεί και αρχίζει άμεσα να γίνεται γνωστό σε όλο το νησί.

Την επιχείρηση την χειρίζονται ο Γεώργιος Μιστίλογλου με την βοήθεια των τεσσάρων μεγαλύτερων παιδιών του, του Αριστομένη, του Αλβέρτου, του Χρήστου και του Διογένη. Από την πρώτη στιγμή το εργοστάσιο γίνεται απαραίτητο για το Ηράκλειο. Εξυπηρετεί όλα τα μαγαζιά του Ηρακλείου που χρειάζονταν πάγο όπως τα ψαράδικα, τα χασάπικα και τις αποθήκες τροφίμων αλλά και όλους τους απλούς πολίτες που κατέφθαναν στο παγοποιείο με κάθε είδους μεταφορικό μέσο για να προμηθευτούν πάγο για τα ψυγεία τους που μέχρι τότε λειτουργούσαν μόνο με πάγο και όχι με ηλεκτρικό ρεύμα. Το παγοποιείο αντέχει ακόμα και τα δύσκολα χρόνια του εμφυλίου όπου οι Γερμανοί το χρησιμοποιούν για τη φύλαξη τροφίμων τους στα μεγάλα ψυγεία που διέθετε. Επιπλέον όλος ο Ελληνικός στρατός του νησιού αλλά και η Αμερικάνικη Βάση στις Γούρνες προμηθεύονταν πάγο από την οικογένεια Μιστίλογλου.

Η μέρα στο παγοποιείο ξεκινούσε από πολύ νωρίς αφού το Ηράκλειο έπρεπε να προμηθευτεί τον πάγο πριν βγει ο ήλιος και ξεκινήσει η ζέστη που θα τον αλλοίωνε. Ουρές έξω από το παγοποιείο περίμεναν το βαρύ ασανσέρ να ανεβάσει σιγά- σιγά τον πάγο από το υπόγειο, όπου λειτουργούσε το παγοποιείο και να τον φορτώσουν για να τον πάρουν στα σπίτια τους ή στα καταστήματα τους. Στο υπόγειο τα πάντα δούλευαν στην εντέλεια. Οι μεγάλες μηχανές που έφτιαχναν τον πάγο δεν σταματούσαν λεπτό να λειτουργούν. Αφού αντλούσαν το νερό από το πηγάδι έπειτα το διοχέτευαν σε μια παγολεκάνη με αρκετό αλάτι για να αποφύγουν την πρόωρη ψύξη του. Στη συνέχεια το περνούσαν σε ειδικά καλούπια έξω από τα οποία διακλαδιζόταν ο αγωγός που διοχέτευε την αεριούχο αμμωνία για την τελική ψύξη. Στο τέλος όταν πλέον οι πάγοι ήταν έτοιμοι τους τοποθετούσαν τον έναν πάνω στον άλλο και με την τοποθέτηση ξύλινων πήχεων απέφευγαν την συγκόλληση των πάγων μεταξύ τους. Οι πιο παλιοί κάτοικοι του Ηρακλείου λένε ότι οι δεξαμενές του νερού κάτω από το παγοποιείο ήταν πολύ μεγάλες και ότι το νερό έφτανε μέχρι τα νεώρια και απελευθερωνόταν από μικρές εξόδους εκεί. Το προσωπικό που αποτελούνταν από περίπου δεκαπέντε άτομα εργαζόταν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και κάτω από άριστες συναδελφικές συνθήκες. Το παγοποιείο αποτελούσε πλέον μια ολοκληρωμένη βιομηχανική μονάδα για την πόλη του Ηρακλείου.

Μέσα στη δεκαετία του ’50 ο Γεώργιος Μιστίλογλου βλέπει τα όνειρα του να γίνονται πραγματικότητα και απολαμβάνει την κάθε μέρα στο εργοστάσιο του. Το κλίμα στο εργοστάσιο μεταξύ αφεντικών και υπαλλήλων βελτιώνεται συνεχώς που μέχρι και κουμπαριές μεταξύ τους ενδυναμώνουν ακόμα περισσότερο τις καλές τους σχέσεις. Στο τέλος του ’50 ξεκινάει η χρήση των ηλεκτρικών ψυγείων. Ο κόσμος αρχίζει να αγοράζει ηλεκτρικά ψυγεία και έτσι η ζήτηση του πάγου αρχίζει να μειώνεται. Ακόμη όμως και με τον ερχομό των ηλεκτρικών ψυγείων το παγοποιείο συνεχίζει την σημαντική του πορεία. Με το πέρασμα των χρόνων όμως η ζήτηση αρχίζει κάποια στιγμή και ελαττώνεται και το παγοποιείο αρχίζει να παίρνει μια καθοδική πορεία…μια πορεία που τελικά ποτέ ξανά δεν θα γυρνούσε στην αφετηρία της.

Γύρω στα μέσα του ’60 φτάνει στο Ηράκλειο ένας Κωνσταντινοπολίτης από τη Συρία, ο Ιωάννης Αντύπας, και ζητάει να γνωρίσει την οικογένεια Μιστίλογλου. Ο Ιωάννης Αντύπας, ψυκτικός, ίσως να έφτασε στο Ηράκλειο για να φτιάξει το δικό του παγοποιείο ψάχνοντας να βρει το μυστικό της επιτυχίας το Γ. Μιστίλογλου. Καταλήγει όμως να αποκτάει την κυριότητα του εργοστασίου πληρώνοντας ένα σημαντικό ενοίκιο για εκείνη την εποχή. Έτσι λοιπόν, η ευθύνη του εργοστασίου περνάει στα χέρια του Ιωάννη Αντύπα ενώ τα αδέλφια Μιστίλογλου συνεχίζουν τις ζωές τους με μικρότερες επιχειρήσεις που είχαν δημιουργήσει όλα αυτά τα χρόνια. Ο Γεώργιος Μιστίλογλου ανακουφίζεται αφού ήταν πλέον μεγάλος σε ηλικία και το εργοστάσιο είχε αρχίζει να τον κουράζει. Η κατάσταση όμως ακόμα και μετά τον ερχομό του Αντύπα δεν αλλάζει και πολύ. Η δουλεία ελαττώνεται ακόμα περισσότερο και τα πράγματα δείχνουν να χειροτερεύουν. Πλέον κάθε νοικοκυριό έχει το δικό του ψυγείο και ο πάγος δεν είναι πια τόσο απαραίτητος. Δεν φτάνει όμως μόνο αυτό. Δύο νέα παγοποιεία αρχίζουν να λειτουργούν στο Ηράκλειο, του Λιανά στον Πόρο και το Κρατικό στο Λιμάνι. Από τα μέσα του 1960 το παγοποιείο ξεκινάει την αντίστροφη μέτρηση. Ο ανταγωνισμός είναι πλέον πολύ μεγάλος και ο Ιωάννης Αντύπας πασχίζει να κρατήσει την επιχείρηση «ζωντανή». Οι πελάτες συνεχώς και ελαττώνονται και το κλίμα στο εργοστάσιο αλλά και στην οικογένεια αρχίζει να φορτίζεται.

Ο Αντύπας αρχίζει να ανησυχεί πάρα πολύ. Πρέπει συνεχώς να πληρώνει λεφτά από την τσέπη του για να καλύπτει τα προβλήματα του εργοστασίου. Αρχίζει και αναρωτιέται εάν έπραξε σωστά με την κίνηση αυτή που έκανε ή εάν δεν έπρεπε καθόλου να έρθει στο Ηράκλειο και να αναμιχθεί με το παγοποιείο. Οι εργάτες του παγοποιείου αγανακτούν. Οι συνθήκες εργασίας δεν θυμίζουν σε τίποτα τον παλιό καιρό και η δουλειά μετά βίας παράγεται. Ο Αντύπας αρχίζει να χάνει τον έλεγχο. Χιλιάδες σκέψεις περνάνε από το μυαλό του τα βράδια όταν το εργοστάσιο αδειάζει. Γίνεται όλο και πιο σκεπτικός και ανήσυχος και κανένας δεν θα μπορούσε να φανταστεί τι ήταν αυτό που είχε τελικά στο μυαλό του…ίσως ούτε και ο ίδιος…

Οι υπάλληλοι του εργοστασίου τον θυμούνται τα τελευταία βράδια πριν το μοιραίο τέλος του παγοποιείου όπως δεν τον είχαν ξαναδεί ποτέ. Εκείνο το τελευταίο βράδυ της 23η Νοεμβρίου 1969 ο Αντύπας έμοιαζε πιο σκεπτικός από ποτέ. Είχε μια περίεργη ηρεμία λες και όλη μέρα γυρόφερνε κάτι στο μυαλό του. Οι υπάλληλοι τον παρατηρούσαν χωρίς να τον ρωτήσουν τίποτα. Κάποια στιγμή εκείνος τους ζήτησε να φύγουν…να φύγουν πιο νωρίς από ότι θα έπρεπε ισχυριζόμενος ότι δεν ήταν καλά και ότι θα έπρεπε να κλείσουν το εργοστάσιο. Εκείνος παρέμεινε εκεί…ακουμπισμένος στα μηχανήματα…Κανείς δεν ήταν εκεί για να μπορέσει να μαρτυρήσει τι ακριβώς συνέβη εκείνο το βράδυ στο υπόγειο του εργοστασίου. Τα αποκόμματα των εφημερίδων των επόμενων ημερών περιγράφουν ακριβώς το θέαμα που αντίκρισαν οι κάτοικοι της περιοχής του Αγίου Τίτου το επόμενο ακριβώς πρωί και το θέαμα που έκρυβε το παγοποιείο μετά από εκείνο το τελευταίο βράδυ.

«Έναν σοβαρώτατο αλλά και πρωτότυπο κίνδυνο, αντιμετώπισε χθες το πρωί το κέντρο της πόλεως, και συγκεκριμένως η πέριξ του Αγίου Τίτου περιοχή, ο οποίος εν τούτοις απεσοβήθη χάρις εις την έγκαιρο και αποτελεσματική επέμβαση της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και του Τμήματος Τροχαίας.
Εστία του κινδύνου, το εργοστάσιο παγοποιϊας ιδιοκτησίας του κ. Αριστομένη Μιστίλογλου το οποίον από του παρελθόντος Ιουλίου είχε ενοικιασθή υπό του Ιωάννου Αντύπα, τουρκικής ως λέγεται υπηκοότητος, και πρώην κατοίκου Αλεξανδρέττας.
Αυτόν τούτον δε τον κίνδυνον συνιστά η διαρροή αεριώδους αμμωνίας η οποία εις την κατάστασιν του αερίου είναι λίαν δηλητηριώδης και άκρως επικίνδυνος ως εκπληκτικόν μίγμα εάν εις ποσοστόν 15-25% έχει αναμιχθή με τον ατμοσφαιρικό αέρα.
Ο κίνδυνος επομένως ήτο διπλός. Και φόβος μιας τρομακτικής εκρήξεως υπήρχε, και το ενδεχόμενον ομαδικής δηλητηριάσεως των εντελώς ανυπόπτων περιοίκων, οι οποίοι ησθάνοντο την έντονον οσμήν του αερίου χωρίς να γνωρίζουν ούτε από πού προήρχετο ούτε τους κινδύνους δια την ζωήν των.
Καθώς πληροφορούμεθα, το απόγευμα της Κυριακής ο ενοικιαστής του εργοστασίου ο οποίος από τίνος απουσίαζε εις Αθήνας, ενεφανίσθει εις το εργοστάσιον το οποίον εξεμεταλλεύετο και είπε εις τους εργαζομένους εκείνη την ώραν ότι μπορούν να σχολάσουν. Όταν έφυγε το προσωπικόν ο Αντύπας μόνος πλέον κατέστρεψε – άγνωστον δια ποίους λόγους – μέρος των μηχανημάτων του εργοστασίου ήνοιξε τις στρόφιγγες της αεριούχου αμμωνίας, έκλεισε και εξηφανίσθει. Λέγεται επίσης ότι ανεχώρησε δι’ Αθήνας και εκείθεν εις Βηρρυτόν ή εις το Περού. Ως λόγοι της αιφνιδιαστικής αυτής εξαφανίσεως του φέρονται προς το παρόν χωρίς αυτό να έχει επισήμως βεβαιωθή – διεξάγονται ήδη ανακρίσεις – τα χρέη προς το προσωπικόν, προς την ΔΕΗ και εις διαφόρους ιδιώτας.
Πρέπει να σημειωθεί επίσης, ότι εις τους ψυκτικούς χώρους του εργοστασίου διετηρούντο μεγάλαι ποσότητες κρέατος και τυρού διαφόρων επιχειρηματιών της πόλεως βάρος περίπου πέντε τόννων.
Η έγκαιρος επέμβασις της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας βοηθούμενης και υπό του τμήματος Τροχαίας απεσόβησε όλους τους κινδύνους αφού δι’ όλης της δυνάμεως της ηγωνίσθη επί δίωρων και πλέον.
Δι’ όλων των οχημάτων της επέτυχε ζεύξιν από θαλάσσης μέχρι του εργοστασίου και δια καταιονισμόν ύδατος κατόρθωσε να διαλύσει το αέριον της αμμωνίας, να καθαρίσει την ατμόσφαιραν τόσον εις το εσωτερικόν του εργοστασίου, όσο και του πέριξ αυτού χώρου και να αποσοβήση τους σοβαρώτατους κινδύνους αναφλέξεως και δηλητηριάσεων. Ελαφράν μόνον δηλητηρίασιν υπέστησαν δέκα εκ των ανδρών της ιδίας της Π.Υ.
Παρέστη ανάγκη να διακοπή η ρευματοδότησις της περιοχής διά τον φόβον πυρκαϊάς και διά τούτου δεν κατέστη αμέσως δυνατή η εκτίμησις των ζημιών αι οποίαι πάντως υπολογίζεται ότι θα υπερβούν τας 200 χιλιάδων δραχμών.
Ανακρίσεις επί της όλης υποθέσεως διεξάγει ήδη η Διοίκησις Χωροφυλακής διά το κατά πόσον η διαρροή του αερίου της αμμωνίας υπηρξέν αποτέλεσμα ηθελημένης πράξεως.»
(Πατρίς-25/11/1969)

…ηθελημένης πράξεως;…Ο Αντύπας δεν βρέθηκε ποτέ για να μπορέσει να δώσει τη σωστή απάντηση. Από την προηγούμενη μέρα είχε βγάλει εισιτήριο για την Αθήνα και μετά κανείς δεν έμαθε προς τα πού πήγε. Μέχρι και η Ιντερπόλ είχε εμπλακεί στην αναζήτηση του τότε χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα εύρεσης του. Σίγουρα πάντως η πράξη του αυτή από αγανάκτηση ήταν ηθελημένη αφού ένιωσε ότι εκείνη τη στιγμή ή εκείνος θα καταστρεφόταν ή θα κατέστρεφε αυτό που ουσιαστικά τον οδήγησε εκεί. Διάλεξε το δεύτερο για να εκδικηθεί την οικογένεια Μιστίλογλου που του το έδωσε λίγο πριν το τέλος του. Ο Πάρης, γιος του Χρήστου Μιστίλογλου, που ζει σήμερα πολύ κοντά στο Παγοποιείο προσπαθεί να θυμήθει ακόμα και τώρα εικόνες από εκείνη την εποχή. Μοιάζει να θυμάται μόνο τις όμορφες στιγμές λες και τις άσχημες θέλει να τις ξεχάσει για πάντα. Ακόμα και τώρα πιστεύει ότι το εργοστάσιο δεν έπρεπε να είχε δοθεί στον Αντύπα γιατί έτσι θα είχαν αποφύγει όλα όσα έγιναν. Μπορεί και πάλι να έκλεινε το εργοστάσιο αλλά δεν θα χάνονταν σε μια στιγμή αυτά που ο παππούς του , ο πατέρας και οι θείοι του έχτιζαν για μια ζωή. Όσα μηχανήματα σώθηκαν από εκείνη τη νύχτα πουλήθηκαν μετά σε παλιοσίδερα αφού είχαν ήδη αχρηστευτεί.

Από εκείνη την τραγική νύχτα το παγοποιείο Μιστίλογλου έκλεισε για να ξανανοίξει 25χρόνια μετά και να ξαναγεμίσει ανθρώπινες φωνές και ήχους ζωής…μιας ζωής διαφορετικής…ενός Ηρακλείου διαφορετικού και αλλαγμένου….

Εγώ συνέχιζα να κοιτάζω το παλιό εκείνο ασανσέρ με τις ξύλινες τάβλες και τα σκουριασμένα σίδερα. Όλα είχαν κάποιο νόημα τώρα. Μπορούσα να δω το άνοιγμα δίπλα στο ασανσέρ από όπου έβγαινε ο πάγος στο στενό δρομάκι πίσω από το Παγοποιείο ανάμεσα στα παλιωμένα σίδερα που παραμένουν ακόμα και σήμερα…36 χρόνια μετά…στο ίδιο σημείο…Μπορούσα να δω τις ξύλινες πόρτες που φαίνονταν τόσο βαριές ώστε να κλείνουν τα ψυγεία που κρατούσαν τα τρόφιμα των Γερμανών την περίοδο του εμφυλίου αλλά και την επιγραφή που τους είχε απομείνει και που τώρα διακοσμούσε τον τοίχο. Όλα πλέον είχαν αποκτήσει έναν λόγο που βρισκόταν εκεί και δεν αποτελούσαν απλά ένα μέρος της διακόσμησης του μαγαζιού. Και το υπόγειο, ο χώρος που βρισκόταν το σημαντικότερο μέρος του παγοποιείου Μιστίλογλου παραμένει ακόμα κλειδωμένο, κρατώντας μέσα του όλα τα πραγματικά μυστικά που το οδήγησαν στο τέλος του. Κι εγώ, που μόλις είχα βγει από το μαγικό αυτό ταξίδι στο χρόνο, ήμουν έτοιμη να κάτσω πάλι στην ίδια καρέκλα που καθόμουν πριν και να συνεχίσω να πίνω το κρασί μου με τους φίλους μου…
…μόνο που τώρα ήξερα…και ήθελα αμέσως να πω το μυστικό μου…
…ίσως γι αυτό προτίμησα να το γράψω…

Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου 2008

under the water...over the water...

Μόλις που μπήκε ο Σεπτέμβρης...Κλείνω τα μάτια μου και σκέφτομαι το καλοκαίρι που σιγα σιγα φεύγει πίσω μου. Δεν θέλω να τ’ανοίξω γιατί ξέρω οτι τα πρώτα σύννεφα θ’ αρχίσουν να φαίνονται στον ουρανό...και δεν μ’αρέσει η σκέψη...με μελαγχωλεί. Προτιμώ να αναπωλήσω λίγο τις στιγμές που έφυγαν...Γιατί το καλοκαίρι μπορεί να κρατάει μονάχα 3 μήνες αλλά μας γεμίζει εικόνες για να περνάμε όλο τον επόμενο χειμώνα που θα έρθει...Όπως...
...τον ήλιο που σου καίει το δέρμα και όμως ατάραχος συνεχίζεις να κάθεσαι εκτεθειμένος χωρίς να σε νοιάζει...
...τα βράδια με φίλους σε ταβερνάκια ακούγοντας το κύμα να σκάει δίπλα σου νομίζοντας ότι σε λίγο θα έρθει να σου βρέξει τα πόδια κάτω απ’ το τραπέζι...
...τα βραδινά μπάνια σε κατασκότεινα νερά που δεν σε φοβίζουν γιατί σου δίνει κουράγιο η φωτιά που καίει δυνατά στην παραλία και σβήνει το απόλυτο σκοτάδι...
...τη θάλασσα που είναι ζεστή το απόγευμα, χορτασμένη απο τον ήλιο που ‘έπινε’ όλη μέρα...
...τις ερημικές παραλίες που ανακαλύπτεις με κάποιο φίλο και που νομίζεις ότι είστε οι πρώτοι που την αντικρίζετε...
...τις πέτρες που φαίνονται ξεκάθαρα στο βυθό της θάλασσας και σε κάνουν να χαζεύεις σαν μικρό παιδί και να σκύβεις να πιάσεις την πιο όμορφη...
...αλλά και τα μικρά βότσαλα στην παραλία που κρύβουν συχνά όμορφα σχέδια και σε κάνουν να τα χαρίζεις εκεί που αγαπάς...
...τις στιγμές ηρεμίας πάνω σε ένα φουσκωτό στρώμα που επιπλέει μονάχο του πάνω στο νερό, μακριά απ΄το πλήθος που κολυμπάει στριμωγμένα σην παραλία...
...ένα μεγάλο δέντρο στην τεράστια παραλία που θα σου προσφέρει την σκιά του όταν δεν θα βρίσκεις χώρο να κρυφτείς από το δυνατό ήλιο...
...τα φρέσκα φρούτα που σου φέρνουν μόλις τελειώσεις το φαγητό σου στην ταβερνούλα μαζί με ένα παγωμένο μπουκαλάκι ρακί...
...το τσούγκρισμα των ποτηριών στα τραπέζια και η ευχή που ακούγεται ομόφωνα απ’ όλα τα στόματα για καλό καλοκαίρι, σαν να είναι αυτό που όλοι επιθυμούν...
...το ελαφρύ αεράκι το βράδυ που σε κάνει να νιώθεις λίγο το κρύο της βραδιάς αλλά να μην θέλεις να το χαλάσεις φορώντας κάτι παραπάνω...απολαμβάνοντας το απλά σαν ένα φύσημα δροσιάς μετά τη ζέστη της ημέρας...
...το περπάτημα σε μια άδεια παραλία, δίπλα στην θάλασσα παρατηρώντας τις πατημασιές που αφήνεις πάνω στην άμμο...και προσπαθώντας να βάζεις τη πατούσα σου πάνω σ’ αυτήν που άφησε ο προηγούμενος που είχε περάσει από εκεί...
...τα βράδια που ξεμένεις μέσα στην πόλη και που αργά το βράδυ, όταν η κίνηση των αμαξιών έχει σταματήσει, το μόνο που ακούς είναι συζητήσεις να αντηχούν από διάφορα μπαλκονάκια που κάθονται παρεές και μιλάνε...
...τους ήχους από κιθάρες που μπορει ν’ ακούσεις κάποιο βράδυ γυρνώντας αργά στο σπίτι, να έρχονται από κάποια ταράτσα και απαλές φωνές να τραγουδάνε...
...το αίσθημα του να μπορείς να είσαι μέσα στο αυτοκίνητο με το παράθυρο ανοιχτό, τον αέρα να σου φυσάει δυνατά και να μην κρυώνεις αλλά να κλείνεις τα μάτια και να ανοίγεις το χέρι σου έξω από το παράθυρο νιώθοντας τον αέρα να στο κοντράρει συνεχώς και να περνάει μεθυστικά ανάμεσα από τα δάχτυλα σου...
...τα όμορφα καλοκαιρινά τραγούδια που θ’ ακούς κάποιο βράδυ στο ραδιόφωνο όταν θα έχεις ξαπλώσει στο δωμάτιο σου και η κουρτίνα της ανοιχτής μπαλκονόπορτας θα χορέυει στους ρυθμούς τούς...
...το κοίταγμα στα μάτια που το καλοκαίρι γίνεται όλο και πιο έντονο λες και κυνηγάς τον έρωτα...
...τον καλοκαιρινό έρωτα που θα σημαδέψει το καλοκαίρι σου και που θα τον σκέφτεσαι κάποιο κρύο βράδυ του χειμώνα...
...το κρύο ποτήρι κρασί που θα αφήσει λίγο νερό στο τραπεζάκι σου καθώς θα φεύγει η ψύχρα από πάνω του...
...το φεγγάρι του Αυγούστου που είναι πιο κόκκινο και πιο μεγάλο από ποτέ...και σε κάνει να το κοιτάς παγωμένος σαν να το βλέπεις πάντα για πρώτη φορά...
Γιατι το καλοκαίρι είναι η εποχή των αισθήσεων. Τότε που η όραση σου είναι πιο έντονη, η ακοή πιο δυνατή από τις μελωδίες ,η όσφρηση πλημμυρίζει από τις μυρωδιές των λουλουδιών που μόλις έχουν ανθίσει, η γεύση που δροσίζεται συνεχώς από το παγωμένο που ζητάς απεγνωσμένα...και η αφή που από μόνη της ξέρει να σε ταξιδεύει σε όλα αυτά που αγγίζεις και σε αγγίζουν κάθε καλοκαίρι που φεύγει. Κι όταν θα γεμίσεις πλέον από τέτοιες όμορφες εικόνες, θα μπορείς να υποδεχτείς το φθινόπωρο και το χειμώνα που θα έρθει, γιατί αυτές θα είναι οι εικόνες που θα σε ζεσταίνουν όταν πλέον οι μπαλκονόπορτες θα είναι κλειστές και μερικές φωτογραφίες στον τοίχο θα σου θυμίζουν αυτά που έζησες...



(αυτό το κείμενο γράφτηκε τον Σεπτέμβρη του 2004 αλλά συνεχίζει να περιγράφει τις καλοκαιρινές μου σκέψεις...)

κάλλια

11.09.08