

Ήταν η πρώτη φορά που βγαίνοντας από την αίθουσα δεν μπορούσα να περιγράψω εύκολα αυτό που ένιωθα. Δεν γελούσα…δεν ήμουν θλιμμένη…δεν κοίταξα το ρολόι να δω τι ώρα είχε πάει…δεν μίλησα με κανένα…Ήμουν απλά χαμένη σε ένα κόσμο αλλιώτικο…που σπάνια μπαίνεις ένα τυχαίο βράδυ μίας τυχαίας εβδομάδας στην αρχή του φθινοπώρου.
Μπορεί περιμένοντας να ξεκινήσει η παράσταση να κοιτούσα το απλό σκηνικό και να απορούσα τι μπορεί να εξελιχθεί με φόντο μερικά ξύλινα τραπέζια…κάποιες ξύλινες καρέκλες και μια σβηστή λάμπα…όταν όμως έκλεισαν τα φώτα…σκοτείνιασαν όλα και οι λευκές φιγούρες γέμισαν την σκηνή με ένα τρόπο μαγικό που κάθε τι είχε νόημα και έπαιρνε ζωή ανάλογα με το ρόλο που έπαιρνε…
Και το νερό…ο πιο κρυφός πρωταγωνιστής αυτής της βραδιάς που υποδεχόταν τα σώματα…τους κραδασμούς…και που οι λίγοι πόντοι που έφτανε στο ύψος έφταναν να ρίξουν σε βάθος μέσα τους χορευτές…να φανούν να χάνονται μέσα του…να γίνονται ένα με αυτό και να βγαίνουν ξανά πάνω…διαφορετικοί πια…λες και άφηναν μέσα του το θυμό, την απελπισία, τη θλίψη, την απόγνωση, τον έρωτα, το θάνατο…και ξαναγεννιόντουσαν ξανά…γεμίζοντας τη σκηνή με υγρά σώματα…και υγρές «ψυχές» από θλίψη…


Η «δικιά μου» Μήδεια λοιπόν με απογείωσε, με έριξε με δύναμη κάτω και με τράνταξε, σηκώνοντας με ξανά στον αέρα για να με στείλει μετά μακριά…πάνω από τους λίγους πόντους νερό και μια σβηστή για λάμπα που σταμάτησε να καίει…